θεμελιῶν — θεμελιόω to lay the foundation of pres part act masc voc sg (doric aeolic) θεμελιόω to lay the foundation of pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) θεμελιόω to lay the foundation of pres part act masc nom sg θεμελιόω to lay the… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
έρμα — το (AM ἕρμα) πρόσθετο βάρος το οποίο τοποθετείται στο κύτος πλοίου ή λέμβου για να αυξήσει την ευστάθειά τους, η σαβούρα νεοελλ. 1. πρόσθετο βάρος, το οποίο τοποθετείται στη λέμβο αερόστατου, για να ρυθμίζεται η ανύψωσή του 2. στρώμα από σκύρα,… … Dictionary of Greek
θεμελίωση — Το υπόγειο τμήμα ενός κτιρίου, γέφυρας ή άλλου χτίσματος που προορίζεται να υποβαστάζει το υπέργειο κτίσμα, δηλαδή τις λεγόμενες υπερυψωμένες κατασκευές. Οι θ. των οικοδομών ταξινομούνται στους εξής κύριους τύπους: συνεχείς, συνολικού οικοπέδου… … Dictionary of Greek
сновать — сную, др. русск. сновати, сную, русск. цслав. сноути, сновѫ, болг. снова набираю основу ткани, сную , сербохорв. сно̀вати, сну̏jе̑м, словен. snovati, snujem набирать основу ткани; замышлять , чеш. snouti, snuji, snovati набирать основу ткани;… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Claudius Aelianus — Aelianus Tacticus, Greek military writer of the 2nd century, resident at Rome, is sometimes confused with Claudius Aelianus. Claudius Aelianus (ca. 175 – ca. 235) (Greek: Κλαύδιος Αἰλιανός)[1], often seen as just Aelian, born at Praeneste, was a… … Wikipedia
Dragon — This article is about the legendary creature. For other uses, see Dragon (disambiguation). The Ljubljana Dragon in Ljubljana … Wikipedia
основаниѥ — ОСНОВАНИ|Ѥ (94), ˫А с. 1.Основание, опорная часть предмета: ѹтверди нозѣ мои на недвижимѣмь ѡсновании. СбЯр XIII2, 160; Аще древо сѹсѣда моего… велико простеръ корениѥ ѡснованию домѹ… вредъ творить… да понѹж(д)енъ бѹдеть сѹсѣдъ мои посѣщи ю.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αέρδην — ἀέρδην και αττ. ἄρδην επίρρ. (Α) 1. ψηλά, στον αέρα, επάνω 2. τελείως, καθ’ ολοκληρίαν, εκ θεμελίων 3. συνολικά, στο σύνολο τους, όλοι μαζί 4. πλήρως, εξ ολοκλήρου, ριζικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη ρίζα *ἀFερ (τού ἀFείρω) > ἀ(F)έρ δην και, με συναίρεση … Dictionary of Greek